- ἐμμέσῳ
- ἐμμέσῳ some edd. Rv 1:13; 2:1; 4:6; 5:6; 6:6; 22:2 for ἐν μέσῳ (s. B-D-F §19).—M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐμμέσῳ — ἔμμεσος intermediate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐμμέσῳ — ἐμμέσῳ , ἔμμεσος intermediate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀμμέσῳ — ἐμμέσῳ , ἔμμεσος intermediate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)